- συντράπεζος
- συντράπεζοςmessmatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek
συντράπεζον — συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντραπέζοις — συντράπεζος messmate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντράπεζοι — συντράπεζος messmate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντράπεζον — συντράπεζον , συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζον , συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek